μετρημός

μετρημός
ο (Μ μετρημός) [μετρώ]
1. μέτρηση, καταμέτρηση, μέτρημα, απαρίθμηση («τα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν», δημ. τραγούδι)
2. φρ. «δεν έχω μετρημό» — είμαι αμέτρητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετρημός — ο η μέτρηση, το μέτρημα: Δεν έχουν μετρημό οι πίκρες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • μετρισμός — μετρισμός, ὁ (Μ) μέτρηση, καταμέτρηση, απαρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρημός κατά τα πολλά ουσ. σε ισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”